λάρα

λάρα
η
1) сонный вид; 2) сонливость, дремота, сонное состояние

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λάρα" в других словарях:

  • λάρα — η η γλάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλάρα < γλαρός (για ετυμολ. βλ. γλαρός)] …   Dictionary of Greek

  • λαρά — λᾱρά , λαρός pleasant to the taste neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάρα, Μαριάνο Χοσέ ντε- — (Mariano José de Larra, Μαδρίτη 1809 – 1837). Ισπανός συγγραφέας. Ήταν γιος ενός εξόριστου βοναπαρτιστή γιατρού και πέρασε την παιδική του ηλικία στη Γαλλία, όπου ανατράφηκε σύμφωνα με τις αρχές του Διαφωτισμού και του κλασικισμού. Η ζωή του… …   Dictionary of Greek

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • Βικέλας, Δημήτρης — (Σύρος 1835 – Κηφισιά 1908).Πεζογράφος και λόγιος. Καταγόταν από αστική οικογένεια με πνευματική παράδοση και έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Σύρο, στο Ναύπλιο, στην Κωνσταντινούπόλη και στην Οδησσό. Κατόπιν έζησε για 20 χρόνια στο Λονδίνο (από… …   Dictionary of Greek

  • βιντεοπαιχνίδι — (video game). Ο όρος αναφέρεται σε ηλεκτρονικό παιχνίδι που συνήθως βασίζεται σε μικροεπεξεργαστή και το οποίο παίζεται με την εμφάνιση εικόνων σε οθόνη, και με τον παίκτη να καθοδηγεί τη δράση μέσω μιας συσκευής ελέγχου, συνήθως με πλήκτρα ή… …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • Βύρων, λόρδος — (George Gordon Byron, Λονδίνο 1788 – Μεσολόγγι 1824). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου ποιητή και φιλέλληνα Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον. Πέρασε δυστυχισμένα παιδικά χρόνια σε ένα κλειστό περιβάλλον στο Αμπερντίν της Σκοτίας, εξαιτίας των… …   Dictionary of Greek

  • Γκαμπέν, Ζαν — (Jean Gabin, Μιριέλ, Σεν ε Ουάζ 1904 – 1976). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ηθοποιού του κινηματογράφου Ζαν Αλεξίς Μονκορζέ (Moncorgé). Αφού εργάστηκε για οκτώ χρόνια στο ελαφρύ θέατρο, παρουσιάστηκε στον κινηματογράφο με το φιλμ οπερέτα… …   Dictionary of Greek

  • Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»